- θυριδώ
- θυριδῶ, -όω (Α) [θυρίς]1. κατασκευάζω παράθυρα, τοποθετώ παράθυρα σε σπίτι2. παθ. θυριδοῡμαι, -όομαιεφοδιάζομαι με παράθυρα («οἰκία τεθυριδωμένη» — σπίτι εφοδιασμένο με παράθυρα, πάπ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θυρίδωση — η [θυριδώ] το σύνολο τών παραθύρων μιας οικοδομής … Dictionary of Greek